δουλαγωγῶ

δουλαγωγῶ
δουλαγωγέω
make a slave
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
δουλαγωγέω
make a slave
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
δουλαγωγός
enslaving
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δουλαγωγώ — ( έω και άω) (AM δουλαγωγῶ, έω Μ και άω) 1. κάνω κάποιον δούλο, τόν μεταχειρίζομαι ως δούλο 2. (για ψυχικά πάθη) τά υποτάσσω τελείως, τά χαλιναγωγώ …   Dictionary of Greek

  • συνδουλαγωγώ — έω, Μ κάνω κάποιον δούλο μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δουλαγωγῶ «κάνω κάποιον δούλο»] …   Dictionary of Greek

  • υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”